Με λένε Ίλαν. Με ονόμασαν έτσι οι θετοί γονείς μου επειδή είμαι κοκκινοτρίχης σαν τον φίλο τους τον Ίλαν. Αυτός είναι Γερμανοεβραίος ενώ εγώ όχι. Η ρίζα μου είναι από την Ιρλανδία, αλλά δέχτηκα το όνομά μου γιατί είναι βολικό.Ί-λαν. Εύκολο και καθόλου γελοίο σαν κάτι γνωστούς μου με σαχλά ονόματα. Ο πατέρας μου διάλεξε εμένα γιατί ενώ ήμουν ο πιο μικρός και πιο φιλάσθενος από τα’αδέρφια μου, ήμουνα ο πιο κοινωνικός και αγαπησιάρης.
Ήξερα το κουσούρι μου και προσπαθούσα να το κρύβω με την τσαχπινιά μου. Υιοθετήθηκα όταν ήμουν ενάμιση περίπου μηνών. Το καινούργιο μου σπίτι ήταν ωραίο, μεγάλο, με κήπο αλλά δυστυχώς είχε σκάλες και τον πρώτο καιρό έπεφτα συνέχεια. Τα καινούργια μου αδέρφια έκαναν πολύ γούστο μαζί μου. Εγώ θύμωνα αλλά μου έδειχναν τόση αγάπη που εύκολα τους συγχωρούσα. Μεγάλωνα αρχοντικά. Με παίζανε πολύ και τα δύο μου αδελφάκια, αλλά το πρωΐ έφευγαν για το σχολείο και οι γονείς για την δουλειά τους και έμενα μόνος. Πολύ με στεναχωρούσε αυτό αλλά έμαθα τις ώρες που γύριζαν κι έτσι έμαθα να κάνω υπομονή.
Όταν μεγάλωσα λίγο, επέμεναν να με βγάζουν βόλτα με ένα λουράκι. Εγώ δεν ήθελα στην αρχή καθόλου, φοβόμουνα μήπως με πάνε κάπου και με αφήσουν, ενώ εγώ ήθελα το σπιτάκι μου και την ασφάλειά μου. Όμως επέμεναν ότι έπρεπε να κάνω τσίσα και κακά έξω. Αργότερα μου άρεσαν πολύ οι βόλτες και βεβαιώθηκα ότι στο τέλος της βόλτας θα γυρίζαμε πίσω. Διασκέδαζα να κυλιέμαι σε λασπόνερα στο δρόμο, ειδικά μετά την βροχή. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα μετά να πρέπει να κάνω μπάνιο και να μου στεγνώνουν τα μακριά μου τα μαλλιά με πιστολάκι που έκανε πολύ ενοχλητικό θόρυβο. Αλλά ήταν τόση η χαρά μου από τις τούμπες στις λάσπες που το μπάνιο ήταν μικρή τιμωρία.
Το μεγάλο μου μαρτύριο ήταν το αυτοκίνητο. Επέμεναν να πάμε βόλτα με αυτό το τέρας που έκανε θόρυβο, αλλά εγώ ζαλιζόμουνα και έκανα εμετό. Άσε που όταν ήταν να με πάνε στον γιατρό για τα εμβόλια μου έπρεπε πάλι να μπω στο αμάξι. Στο παιδικό μου μυαλό, αυτοκίνητο σήμαινε γιατρός και ένεση.
Στην Θεσσαλονίκη που έζησα, έκανε πολύ κρύο και συχνά έπιανε χιόνι. Το απολάμβανα πολύ. Με έπαιρνε η μητέρα μου μαζί της για να πάμε για ψώνια γιατί εγώ περπάταγα μπροστά και άνοιγα δρόμο στο χιόνι και την βοηθούσα μετά να πατάει σταθερά πίσω μου. Όμως στο χιόνι, δεν έχω την ικανότητά να μυρίζω και την έχανα όταν έμπαινε στο σούπερ μάρκετ. Όταν με έβρισκε έκλαιγα τόσο σπαρακτικά που με έπαιρνε αγκαλίτσα και μου τραγουδούσε για να ηρεμώ. Ήταν οι μόνες φορές που ανεχόμουνα το φάλτσο της τραγούδι, αλλά ήταν τόσο αγαπησιάρικο που της συγχωρούσα τις λάθος νότες. Όταν ο καιρός ήταν καλός, η μητέρα μου πήγαινε βόλτες με το ποδήλατο κι εγώ έτρεχα πίσω της. Όταν όμως έβλεπα μεγάλο και άγριο συγγενή εγώ τρόμαζα πολύ και γύριζα πίσω. Τότε με μάλωνε και μου έλεγε ότι πρέπει να μάθω να είμαι σκληρός και άγριος και να υπερασπίζομαι τον εαυτό μου. Ποτέ δεν κατάφερα να ξεπεράσω τους φόβους μου. Ξέρετε, ήξερα ότι ήμουν φιλάσθενος. Η οικογένειά μου όμως δεν ήθελε να το παραδεχτεί από φόβο μήπως πάθω κάτι. Με αγαπούσαν πάρα πολύ, το ένοιωθα. Αλλά γιατί το καλοκαίρι που πήγαιναν διακοπές με άφηναν με μια κυρία; Ήταν καλή μεν αλλά εγώ ήθελα την οικογένειά μου. Κι εγώ από την στεναχώρια μου δεν έτρωγα τίποτα και όταν γύριζαν μου έδιναν βιταμίνες και δυναμωτικά, γιατί γινόμουνα πετσί και κόκκαλο.
Μπορεί να ήμουνα δειλός αλλά όταν κινδύνευε η φαμίλια επιστράτευα όλες μου τις δυνάμεις. Ένα βράδυ που η μητέρα ήταν μόνη στο σπίτι, προσπάθησε ένας κλέφτης να μπει μέσα. Γάβγισα τόσο δυνατά και άγρια που ο κλέφτης τόβαλε στα πόδια. Πόσο περήφανη έκανα την μητέρα! Το έλεγε στον πατέρα και στ’αδέρφια μου κι εγώ καμάρωνα πάρα πολύ. Άλλη μια φορά τους έσωσα από μια οχιά. Στάθηκα μπροστά της γενναία και δεν τους άφησα να πλησιάσουν. Άλλοι έπαινοι, αγκαλιές, φιλιά και δωράκια. Δυστυχώς αυτά τα δύο κατορθώματα ανδρείας είχα να επιδείξω μόνο. Η φιλάσθενη φύση μου δεν μου επέτρεπε περισσότερες μάχες.
Πρέπει βέβαια να σας πω και για το αγαπημένο μου σπορ. Ερχόντουσαν κάτι περίεργοι τύποι κάθε τόσο, καλλιτέχνες νομίζω, οι οποίοι έλεγαν ότι κι εγώ ήμουν μποέμ καλλιτέχνης, παρότι εγώ δεν αισθανόμουν έτσι, και παίζαμε όλοι μαζί μπάσκετ.. Το διασκέδαζα πάρα πολύ. Έτρεχα να πιάσω την μπάλα και όλοι μου φώναζαν μπράβο.
Όλα τα ωραία πράγματα στην ζωή όμως, φαίνεται ότι κρατούν λίγο. Τα κακά γονίδια μου, δυστυχώς είχαν αποφασίσει για το μέλλον μου. Αρρώστησα πολλές φορές στην σύντομη ζωή μου αλλά σχετικά ελαφρά και με την βοήθεια της οικογένειάς μου και του γιατρού μου το ξεπέρασα. Στα τρεισήμισι μου χρόνια αρρώστησα βαριά. Το κατάλαβα γιατί τα πρόσωπα των δικών μου μετά την ετυμηγορία του γιατρού έδειχναν πονεμένα. Είχα κάτι σοβαρό στα έντερα, κάτι σαν καρκίνο, νομίζω.
Ήταν Δεκέμβρης και έκανε πολύ κρύο. Μου έβαλαν ορό γιατί δεν μπορούσα πιά να φάω και με ξάπλωσαν δίπλα στο καλοριφέρ για να ζεσταίνομαι. Με περιποιόντουσαν πολύ, αλλά κι εγώ κι αυτοί ήξεραν ότι δεν είχα καμιά ελπίδα. Άκουσα τον γιατρό να λέει ότι έπρεπε να μου κάνει ευθανασία για να μην υποφέρω άλλο. Την ημέρα που θα γινότανε αυτό, θυμάμαι, η μητέρα μου που έφυγε τελευταία από το σπίτι με κοίταξε με απελπισμένο βλέμμα και έκλαιγε. Την χαιρέτησα με τον τρόπο μου, τους άλλους τους είχα χαιρετήσει πιο πριν βουβά και αποφάσισα να κάνω την τελευταία γενναία πράξη της ζωής μου, να φύγω μόνος μου και να τους απαλλάξω από τις ενοχές. Όταν ήρθε ο γιατρός, είχα φύγει για πάντα, αλλά ήξερα ότι θα έθαβαν το πονεμένο μου σώμα στο σπίτι που αγάπησα. Ο πατέρας πήρε το φτυάρι και άνοιξε ένα μεγάλο λάκκο κάτω από το αγαπημένο μου πεύκο. Έκλαιγαν όλοι, την ώρα που το σώμα μου το σκέπασε το χώμα. Την άλλη μέρα η φίλη και γειτόνισσά μου που ήταν ίδια ακριβώς με μένα, δηλαδή Σέττερ Ιρλανδίας, ήρθε πάνω από τον τάφο μου και ξάπλωσε πάνω μου.Με μια ζεστή αγκαλιά από τη γυναίκα της ζωής μου και με την αγκαλιά των γονιών μου έφυγα από αυτό τον κόσμο.
Έζησα λίγο, αλλά γεμάτος αγάπη. Τα παρακολουθώ όλα από το καινούργιο μου «σπίτι». Εντάξει ένα μικρό παράπονο τόχω, αλλά όταν ακούω κάθε τόσο να μιλάνε για μένα, ησυχάζω, γιατί έδωσα και πήρα αγάπη. Προσεύχομαι για τους αγαπημένους μου καθημερινά! Να θυμάστε, με έλεγαν Ίλαν!
Της Ντόρας Ρίζου