Σε ηλικία προσχολική απέκτησα μια πρώτη σχέση με τα σκυλιά. Φιλικό μας ζευγάρι, γείτονες στο πατρικό σπίτι, φιλοξενούσε ένα τετράποδο ζεύγος. Βρισκόμαστε στις αρχές δεκαετίας του '60 ο Λέανδρος και η Έλλη (τι ωραία ονόματα), κατοικούσαν σε πάροδο της οδού Χαροκόπου. Σε μονοκατοικία, αφού υπήρχαν ακόμα εκεί μερικές όμορφες μονοκατοικίες τότε. Στον μικρό φροντισμένο κήπο συζούσε άλλο ένα ζευγάρι όμορφων ονομάτων. Ήταν η Joyce και ο Skipper, δυο δυνατά Boxer, που εκείνη την εποχή πρέπει, το κάθε ένα, να ήταν πιο βαρύ από μένα.
Μετά την πρώτη διστακτικότητα, απέκτησα μια σχετική άνεση, ξεπέρασα απρόσκοπτα τα σάλια, τις τσίμπλες τους, που ενοχλούσαν ακόμα και ενήλικες και όταν βρισκόμαστε επικρατούσε μια αμοιβαία χαρά.
Θα μπορούσα να πω ότι η Joyce και ο Skipper, αποτέλεσαν ένα ταιριαστό πρελούδιο, μια όμορφη εισαγωγή στον σκυλίσιο κόσμο.
Λίγα χρόνια αργότερα.
Την άνοιξη του '66, ήρθε η ώρα της εισόδου του πρώτου σκύλου, στην οικογένεια μας. Ήρθε σαν τρόπαιο. Ο πατέρας είχε κερδίσει την γενική κατάταξη, της περίφημης ανάβασης Πάρνηθας, την μεγαλύτερης σε μήκος, της δυσκολότερης και πιο φημισμένης ελληνικής ανάβασης, κόντρα μάλιστα σε κάθε πρόβλεψη και το κουτάβι ήρθε σπίτι από το πατρικό σπίτι των Μοσχούδων στο Μαρούσι. Το είχαμε παραλάβει με τον πάτερα από τον Μιχάλη Μοσχούπου, αν δεν κάνω λάθος, τότε υπηρετούσε τη θητεία του καθώς τον θυμάμαι με στολή εξόδου σμηνία.
Όπως όλα τα μικρά ζώα, έτσι και εκείνο το μικρό Boxer (τι σύμπτωση!), σου έκλεβε κάθε τρυφερό συναίσθημα. Ήταν πανέμορφα άσχημο, καφετί με μαύρη γεμάτη πλισέ μουσούδα, και ένα λευκό λεκέ στο δυνατό του, ευρύ στήθος.
Βαπτίστηκε Ringo όχι από το συνονόματο μέλος των σκαθαριών, Ringo Starr, που τότε βασίλευαν στο μουσικό στερέωμα, αλλά σαν φόρος τιμής της ομώνυμης κινηματογραφικής φιγούρας των ταινιών western.
Η ουρά και τα αυτιά του ήταν ήδη κομμένα. Αναλογιζόμουν, τότε, πόσο θα υπέφερε από αυτούς τους επιβαλλόμενους, λόγω αισθητικής, ακρωτηριασμούς και βολεύομουν με την ιδέα ότι μάλλον είχαν πραγματοποιηθεί σε νηπιακή ηλικία άρα είχαν ξεχαστεί, έτσι μου είχαν απαλύνει τις ανησυχίες μου οι "μεγάλοι".
Υποθέτω ότι περνούσε ζωή χαρισάμενη. Είχε στη διάθεσή του έναν μικρό κήπο και μια μεγαλύτερη ταράτσα. Πήγαινε και τις βολτούλες του. Δεν του έλειψε ποτέ η τροφή και μάλιστα με σπιτική φροντίδα με νόστιμες συνταγές της μητέρας, καθώς δεν υπήρχαν τότε τυποποιημένες τροφές, ή τουλάχιστον δεν ήταν διαδεδομένες... «Κομπλέ», ήταν και από τις ιατρικές φροντίδες, τα εμβόλια του, όλα.
Η θερινή περίοδος
Κυλούσε πιο χαρμόσυνα για αυτόν, αφού ξεκαλοκαίριαζε στηνΚινέτα έχοντας πολύ περισσότερους χώρους και ζώντας μια ζωή μποέμικη. Το μόνο ίσως δυσάρεστο ήταν η διακομιδή, αφού έπρεπε για να μεταφερθεί να χωρέσει στο μικρό πορτμπαγκάζ του Cooper, το οποίο γινόταν ακόμα μικρότερο μετά τα Μέγαρα από όπου ψωνίζαμε μια κολόνα πάγο, για το ψυγείο, κομμένη στη μέση και τοποθετημένη σε μεταλλική θήκη (μέχρι το '71 δεν είχαμε "ρεύμα", τότε ήρθε η "πρόοδος").
Φυσικά, ο χώρος αποσκευών ήταν ανοικτός με ξύλινο αποστάτη, τόσο ώστε να παίρνει αέρα αλλά όχι να χωράει να βγάλει τη κεφάλα του. Την ασφαλίζαμε και με ελαστικό ιμάντα ώστε να μην σαλτάρει έξω.
Όταν έφτανε, έκοβε βόλτες, αχαλίνωτος ελεύθερος και ωραίος. Κάποια φορά είχε πάρει στο κυνήγι ένα ολόκληρο κοπάδι από πρόβατα, σηκώνοντας νέφη σκόνης από την επί μήνες απότιστη γη. Λίγο αργότερα ήρθε και ο ποιμένας απαιτώντας αποζημίωση διότι κατά την άποψή του: "είχε δαγκάσει μια προβατίνα στα μαστάρια", κατά πως μας είπε. Όταν ζητήσαμε να δούμε το άτυχο ζώο, ώστε να ικανοποιήσουμε τις απαιτήσεις του, ο ποιμήν εξαφανίσθηκε. Μπορεί οRingo, να ήταν ζωηρός, αλλά ούτε ...δαγκανιάρης ήταν και πολύ περισσότερο ούτε μοβόρος.
Επίσης έτρεφε φανερή αντιπάθεια σε στολές. Κυρίως αστυνομικές. Όταν κάποιος τροχονόμος, μας σταματούσε για οποιοδήποτε αιτία και εκείνος επέβαινε στην σουίτα του πορτ μπαγκάζ, γινόταν, θηρίο. Έξαλλος. Μεσούσης της δικτατορίας, το ερμηνεύαμε ότι δεν ήταν συμπαθών του καθεστώτος και εκδήλωνε τις αντιστασιακές του πεποιθήσεις.
Μείναμε μαζί οκτώ χρόνια.
Καλοκαίρι του '74, παραμονές της μεταπολίτευσης, μετακομίσαμε. Αφήσαμε το πατρικό σπίτι και μεταναστεύσαμε για μια τριετία σε διαμέρισμα στο Παλαιό Φάληρο. Πρόβλεψη και χώρος για τον Ringo δεν υπήρχε. Στα 100 τετραγωνικά ενός τετάρτου ορόφου και σε ένα στενό μπαλκόνι, θα ήταν περισσότερο δυστυχής από την όποια δυστυχία θα του έφερνε ο αποχωρισμός.
Χωρίσαμε λοιπόν. Δεν πήγα, δεν ζήτησα να με πάνε, ποτέ, εκεί που τον δώσαμε. Κάποιος γνωστός μας τον πήρε σε κτήμα κάπου στη Δροσιά. Μου είπαν πως ήταν ευτυχής.
Προτιμούσα να τον φαντάζομαι, να παίρνει στο κυνήγι κάποιο κοπάδι με τροφαντές προβατίνες, να λιάζεται αδιάφορος και να βάζει τις φωνές σε ότι θεωρούσε παράτυπο.
Όταν τρία χρόνια αργότερα ξαναγυρίσαμε σε χώρο που μπορούσαμε να φιλοξενήσουμε σκύλο, ήταν μεγάλος για μετακινήσεις, αρκετά γέρος για να μας θυμηθεί και πολύ βολεμένος για να ξαναγυρίσει.
Ο Ringo όπως όλα τα θέματα που ζούμε, μεγαλώνοντας είχε γίνει μια σειρά από αναμνήσεις. Τον θυμόμουν να έρχεται φουριόζος καταπάνω μου, να κουνάει, ουράς απούσης, όλο το κορμί από την μέση και πίσω, να ρουθουνίζει δυνατά και ευχαριστημένα, να χώνει τη σαλιωμένη μουσούδα του στις παλάμες μου, αναζητώντας χάδια, να είναι ένας ζωντανός, χαρούμενος, τετράποδος σύντροφος και να με κοιτά πονηρά με τις ενίοτε τσιμπλιασμένες του ματάρες.
Με πήρε παιδάκι, πριν τα εννιά μου χρόνια και φτάσαμε μαζί σχεδόν μέχρι τα δεκαεπτά μου. Ο κύκλος μας είχε κλείσει. Είχε έρθει η σειρά του επόμενου σκύλου. Αλλά για αυτήν, κοπέλα ήταν, την επόμενη φορά.
Νικόλας Σ. Ζαλμάς