Θυμάμαι τότε που ετοίμασα της βαλίτσες για να φύγω. Θα πήγαινα σε ένα χωριό της Βόρειας Ευβοίας, τα Ήλια. Δεν μπορούσα να σταθώ πουθενά από τη χαρά, θα ξεκουραζόμουν, θα φόρτιζα τις μπαταρίες μου και θα γυρνούσα γεμάτος δύναμη, να προσπαθήσω για ακόμη μια χρονιά να πραγματοποιήσω τα σχέδια και τα όνειρα μου.
Μαζί με εμένα δεκάδες άλλοι άνθρωποι, με τις ίδιες πιθανόν σκέψεις ετοιμάζονταν να φύγουν, για τις καλοκαιρινές τους διακοπές. Έτσι και έγινε..
Οι δρόμοι γέμισαν αυτοκίνητα, μια πραγματική οδηγική παρέλαση, ένα πανηγύρι χωρίς τελειωμό, με τα στερεοφωνικά των αυτοκινήτων στη διαπασών να ενισχύουν, όλη αυτή τη διάθεση για εξορμήσεις. Η σκέψεις που έκανα τρελές, νόμιζα πως είμαι σε πίστα αγώνων, όπου όλοι προσπαθούσαν να φτάσουν πρώτοι στον τερματισμό, με έπαθλο λίγες μέρες ξεκούρασης και γαλήνης. Όπως σε κάθε αγώνα έτσι και εδώ, έβαλα με τη φαντασία μου στη διαδρομή ανθρώπους αριστερά και δεξιά από τον δρόμο, να χειροκροτούν κάθε αυτοκίνητο που περνά από μπροστά τους. Μόνο που η σκέψη μου μετατράπηκε σε μια αποτροπιαστική εικόνα, όταν είδα το πρώτο νεκρό σκυλί επάνω στον τσιμεντένιο δρόμο, σχεδόν διαμελισμένο από τις ρόδες των αυτοκινήτων που συνέχιζαν να περνούν, από πάνω του.
Ο αγώνας της φαντασίας μου συνεχιζόταν, μόνο που τώρα το χειροκρότημα ήταν τρομακτικό και ειρωνικό, για το κατόρθωμα όλων. Τα πρόσωπα είχαν αλλάξει έκφραση ήταν αυστηρά, επικριτικά και όχι χαρούμενα. Τα αυτοκίνητα έτρεχαν πια να γλιτώσουν από τις τύψεις και τις ενοχές, για το ομαδικό έγκλημα της εγκατάλειψης που έγινε, προκειμένου να ικανοποιήσουν όλοι τον εγωισμό τους.
Τα πράγματα ήρθαν έτσι και οι διακοπές μου δεν κράτησαν πολύ. Γύρισα σύντομα πίσω για προσωπικούς λόγους, όμως δεν λυπήθηκα ιδιαίτερα, γιατί μπόρεσα να ζητήσω συγγνώμη από τα αδέσποτα που είχαν κατακλύσει τους δρόμους, να τα χαϊδέψω να τους προσφέρω τροφή και νερό και να τα παρηγορήσω, για την απόρριψη που βίωναν.
Αυτό είμαστε.. Εγωπαθή πλάσματα, που προκειμένου να μπορέσουν να περάσουν καλά, έστω για μια ώρα, πατάμε επί πτωμάτων και χτίζουμε τη χαρά μας, με θεμέλιο τα κουφάρια αθώων πλασμάτων, που τα κορμιά τους λιώνουν μέσα στον ήλιο, ξαπλωμένα στην άσφαλτο.
Δε με νοιάζει που δεν ολοκλήρωσα το όνειρο των διακοπών μου, γιατί σκέφτομαι πως εγώ τουλάχιστον, είχα το δικαίωμα να ονειρευτώ σε αντίθεση με όλα εκείνα τα τετράποδα που δεν ερωτήθηκαν, δεν ονειρεύτηκαν, δεν ήλπισαν, δεν φαντάστηκαν.
Έφυγαν μόνα, σε ένα τρομακτικό άγνωστο περιβάλλον, αφήνοντας στην τελευταία τους πνοή ζωγραφισμένο ένα, γιατί...
Μα γιατί απλώς, είναι καλοκαίρι!
Πηγή: Πατεράκης Γιώργος | www.petlife.gr