Είσοδος Μέλους

Τετάρτη, 09 Απριλίου 2014 08:21

Ένας φόρος τιμής στους εγκαταλελειμμένους σκύλους της Ελλάδας

Βαθμολογήστε αυτό το άρθρο
(46 ψήφοι)

Ο ΣΚΥΛΟΣ ΤΗΣ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ

2009 – 12/4/2013

(Ένας φόρος τιμής στους εγκαταλελειμμένους σκύλους της Ελλάδας)

 

Ο σκύλος καθόταν σχεδόν ακίνητος στην άκρη του δρόμου παρακολουθώντας τα αυτοκίνητα να περνούν. Δεν ήξερε πόσο καιρό βρισκόταν εκεί, ήταν δύσκολο να υπολογίσει, αλλά μπορούσε να μετρήσει τις νύχτες. Μόνο τότε άφηνε το χώρο του και πήγαινε να αναζητήσει τροφή, συνήθως τα σκουπίδια που πετούσαν οι άνθρωποι από τα οχήματά τους, όπως περιτυλίγματα από σοκολάτες ή αποφάγια από σάντουιτς που ήταν σκόρπια στην άκρη του δρόμου.

 

Κάποτε ήταν κουτάβι, θυμόταν. Είχε ζήσει σε ένα κλουβί που μοιραζόταν με άλλα τρία κουτάβια σαν κι εκείνον και μια καλή κυρία τους έφερνε τροφή και νερό δύο φορές την ημέρα, ενώ άνθρωποι σταματούσαν για να τους χαζεύουν από τη μεγάλη βιτρίνα που έβλεπε στον πολυσύχναστο δρόμο. Ένα - ένα τα αδέλφια του είχαν φύγει και ύστερα έμεινε μόνος, μέχρι που ήλθε ένας άντρας· σταμάτησε και τον κοιτούσε για πολλή ώρα. Κάποια στιγμή, ο άντρας μπήκε στο κατάστημα, μίλησε στην κυρία και μέτρησε μερικά κομμάτια χαρτί που είχε βγάλει από την τσέπη του.

 

Ο άντρας τον σήκωσε, τον έβαλε σε ένα χαρτονένιο κουτί και τον πήγε με το αυτοκίνητο σε ένα παράξενο νέο μέρος με πολλά μεγάλα δωμάτια και πολλές διαφορετικές μυρωδιές. Στην αρχή ήταν λίγο ντροπαλός, αλλά καθόταν πολύ ήσυχος κουνώντας την ουρά του, καθώς είχε μάθει ότι αυτό αρέσει στους ανθρώπους. Αργότερα, έφτασε μια κυρία, αλλά όταν τον είδε έβαλε τις φωνές στον άντρα. Ταράχτηκε και λερώθηκε, πράγμα που την έκανε να τσιρίζει ακόμη περισσότερο. Ο άνδρας τότε τον σήκωσε και τον έκλεισε σε ένα μικρό, σκοτεινό μέρος, με κατσαρολικά που μύριζαν λαχταριστό φαγητό, αν και ήταν άδεια. Τελικά κοιμήθηκε αφού ήταν πολύ κουρασμένος. Αργότερα, ο άνδρας ήλθε και τον μετέφερε σε ένα άλλο δωμάτιο με πάτωμα από λευκά πλακάκια. Του είπε μερικά παρηγορητικά λόγια και τον έβαλε σε ένα χαμηλό ξύλινο κουτί με εφημερίδες, δίπλα από ένα μπολ που περιείχε ένα άσπρο υγρό. Ήπιε το γάλα παρόλο που δεν του άρεσε η γεύση και ξανακοιμήθηκε, ονειρευόμενος το κλουβί του, που ήταν ο όλος ο κόσμος του μέχρι τότε.

 

Πέρασαν πολλές νύχτες και έμαθε να ζει με τη θυμωμένη κυρία και τον ανήσυχο άντρα. Μεγάλωσε και οι αγαπημένες του στιγμές ήταν όταν έμεναν μόνοι με τον κύριό του, όπως θεωρούσε πια τον άντρα, αφού είχε πλέον σχηματιστεί δεσμός μεταξύ τους. Μπορούσε να αισθανθεί πότε ο κύριός του ήταν λυπημένος από το άγγιγμα των δακτύλων του, όταν του χάιδευε αφηρημένα το κεφάλι, και τις σπάνιες φορές που τον κοιτούσε στα μάτια έβλεπε αυτό που γνωρίζουν όλοι οι σκύλοι· αυτή τη βαθιά αίσθηση ντροπής όταν έχεις κάνει κάτι κακό.

 

Μερικές φορές, σήκωνε την πατούσα του για να αγγίξει στο γόνατο τον κύριό του και να του πει ότι όλα θα πάνε καλά, ότι ήταν στο πλευρό του και ότι καταλάβαινε, αλλά ο κύριός του μόνο του χαμογελούσε με άδειο βλέμμα, χωρίς να μπορεί ή να θέλει να δεχθεί αυτό που του προσέφερε. Αυτό δεν τον πείραζε, είχε καταλάβει από ένστικτο ότι ο κύριός του τον χρειαζόταν από τη στιγμή που μπήκε για πρώτη φορά στο κατάστημα και πλέον ήταν σίγουρος ότι θα τον συντρόφευε παντοτινά.

 

Είχε προσπαθήσει να ευχαριστήσει την κυρία του σπιτιού, αλλά έμαθε ότι ήταν καλύτερα να μην μπλέκεται στα πόδια της. Μερικές φορές τα βράδια την έπαιρνε ο ύπνος στην πολυθρόνα και αυτός κουλουριαζόταν απαλά στα πόδια της. Μια φορά, εκείνη είχε απλώσει τα πόδια της ακουμπώντας τα στη μαλακή πλάτη του, σαν να ήταν μαξιλάρι, και όταν ξύπνησε από τον βαθύ ύπνο της είχε διστάσει για λίγο, ξαφνιασμένη από το πόσο χαλαρωμένη ένιωθε, πριν να τον διώξει από κοντά της. Ήξερε πόσο πολύ μπορούσε να την ηρεμήσει η παρουσία του και την επίμονη ανάγκη που την έκανε τόσο δυστυχισμένη, καθώς με τη βαθιά σκυλίσια κατανόηση είχε συναισθανθεί ότι ζούσε τη διαδικασία της Φύσης για τα θηλυκά του είδους.

 

Ήταν μια περίοδος αναμονής και όλοι έπρεπε να είναι υπομονετικοί, ήξερε ότι ήταν θέμα χρόνου τα πράγματα να ακολουθήσουν την πορεία τους φέρνοντας ανακούφιση και θα γάβγιζε σαν να έλεγε «Όλα θα πάνε καλά!».

 

Υπήρχε ένα μικρόσωμο σκυλί που τους επισκεπτόταν τρεις ή τέσσερις φορές την εβδομάδα με την ηλικιωμένη κυρία του. Οι δύο γυναίκες μιλούσαν για ώρες και έπιναν ένα υγρό με παράξενο άρωμα από μικρά γυαλιστερά φλιτζάνια. Πολλές φορές η μεγαλύτερη γυναίκα μαγείρευε και καθόντουσαν στο τραπέζι της κουζίνας, κοντά στο μέρος όπου ήταν το κουτί του, φλυαρώντας ακατάπαυστα καθώς έκαναν δουλειές, με τις φωνές τους να ακούγονται ταυτόχρονα, σαν τον ήχο ενός ραδιοφώνου που αλλάζει σταθμούς. Καταλάβαινε πάντα πότε μιλούσαν για τον κύριό του, καθώς η ηλικιωμένη γυναίκα ύψωνε τη φωνή της και έκανε κάτι παράξενα «τς τς».

 

Μία φορά που είχε γαβγίσει για να εκφράσει την αγανάκτησή του, το μικρόσωμο σκυλί έγινε έξαλλο και άρχισε να βγάζει αγενή και απότομα τσιριχτά γαβγίσματα, αλλά εκείνος ήταν που έκλεισαν στο μπάνιο μέχρι να επιστρέψει ο κύριός του.

 

Δεν θα ξεχνούσε ποτέ τη μέρα που άλλαξαν όλα. Καθόταν στο χολ ελπίζοντας ότι ο κύριός του ίσως να τον πήγαινε βόλτα, κάτι που δεν γινόταν συχνά, όταν άνοιξε η πόρτα του μπάνιου και η κυρία του σπιτιού βγήκε με ένα θριαμβευτικό χαμόγελο. Πετάχτηκε όρθιος και έβγαλε ένα ήχο επιδοκιμασίας, αλλά εκείνη απλώς τον προσπέρασε τρέχοντας και έκλεισε χτυπώντας με δύναμη την πόρτα της κρεβατοκάμαρας πίσω της. Όταν βγήκαν, αρκετή ώρα αργότερα, διέκρινε την αλλαγή που είχε συντελεστεί και στους δύο τους και η ουρά του κτυπούσε με θόρυβο το ξύλινο πάτωμα.

 

Το απόγευμα το σπίτι τους γέμισε ανθρώπους, πολλούς από τους οποίους δεν τους είχε ξαναδεί, και του φαινόταν ότι η σεβάσμια ηλικιωμένη κυρία είχε τον πρώτο λόγο στη γιορτή. Προσπαθούσε να κάνει διακριτική την παρουσία του, εξαιτίας του τρόπου με τον οποίον τον κοιτούσαν καχύποπτα, ένιωθε τη δυσφορία τους, αλλά αυτή ήταν η οικογένειά του και το σπίτι του, η ζωή του και οι ζωές τους ήταν ένα, οπότε γιατί τον άφηναν απέξω; Αργότερα, όταν είχαν απομείνει μόνο λίγοι επισκέπτες, πήγε να καθίσει δίπλα στον κύριό του και το μικρόσωμο σκυλί έμπηξε τσιριχτά γαβγίσματα. Γρύλισε για να του δείξει ότι αυτή ήταν η δική του περιοχή και οι δύο γυναίκες άρχισαν να φωνάζουν δυνατά, ιδιαίτερα η ηλικιωμένη, που τον έδειξε με το δάκτυλό της σαν να τον κατηγορούσε, πριν να απευθύνει κοφτά μια τσιριχτή εντολή στη νεότερη γυναίκα. Χωρίς να πει κουβέντα, ο κύριός του άρπαξε βίαια το κολάρο του και τον έκλεισε στο μπάνιο όπου πέρασε την υπόλοιπη νύχτα.

 

Το επόμενο πρωί, ο κύριός του τον τάισε βάζοντας περισσότερη τροφή από ό,τι συνήθως στο μπολ του. Κούνησε πέρα-δώθε την ουρά του για αυτήν την ανταμοιβή, έγλειψε το χέρι του κυρίου του και μετά ένιωσε ανείπωτη χαρά όταν ο κύριός του πήρε το λουρί του και άνοιξε την εξώπορτα. Έσκουξε χαρούμενα δυνατά, χοροπηδώντας σε κύκλους, προσπαθώντας να μην γαβγίσει, και είδε την κυρία να στέκεται ακουμπισμένη στην πόρτα της κρεβατοκάμαρας με σταυρωμένα χέρια και σφιγμένο πρόσωπο. Την κοίταξε σαν να της έλεγε «Όλα θα πάνε καλά, σ’το υπόσχομαι» και έτρεξε έξω, στον κύριό του που βρισκόταν στο δρόμο.

 

Του φάνηκε παράξενο όταν ο κύριός του άνοιξε την πόρτα του αυτοκινήτου αφού είχε κάνει την ανάγκη του, αλλά πήδηξε στο πίσω μέρος του γυαλιστερού οχήματος φέρνοντας στη μνήμη του τις μυρωδιές και νιώθοντας ευτυχισμένος που θα περνούσαν κάποιο χρόνο μαζί. Του φάνηκε ότι οδηγούσαν για ώρες και πρέπει να τον πήρε ο ύπνος, αλλά μέσα στο όνειρό του άκουσε τη φωνή του κυρίου του και αναγνώρισε ένα τόνο που δεν είχε ξανακούσει ποτέ πριν. Το αυτοκίνητο είχε σταματήσει και ο κύριός του είχε σκύψει από πάνω του μοιάζοντας να δακρύζει. Ήξερε τι ήταν τα δάκρυα επειδή είχε δει κουτάβια να κλαίνε όταν εγκατέλειπαν το κλουβί. Ο κύριός του είπε μερικές κουβέντες και άνοιξε την πόρτα του αυτοκινήτου, αλλά εκείνος έμεινε ακίνητος στο πίσω μέρος, με μια αίσθηση ανησυχίας, μέχρι που ο κύριός του πήρε κάτι από το μπροστινό κάθισμα και είδε ότι ήταν τα μπισκότα του. Μήπως ήταν κάποιο παιχνίδι; Βγήκε από το αυτοκίνητο.

 

Δεν ήταν σίγουρος για το τι ακολούθησε, γιατί πήγε για να κάνει την ανάγκη του κάτω από ένα δέντρο που ήταν εκεί κοντά, αλλά κάπου στη μέση της διαδικασίας άκουσε το αυτοκίνητο να παίρνει μπροστά και μύρισε το σύννεφο σκόνης από τους τροχούς που γύριζαν. Δεν είχε προλάβει να τελειώσει και δεν μπορούσε να σταματήσει, αλλά, μέχρι να γυρίσει, ο κύριός του είχε φύγει και η σκισμένη σακούλα με τα μπισκότα βρισκόταν πεταμένη στο πετρώδες έδαφος.

 

Εκεί έμεινε να περιμένει, καθώς οι νύχτες διαδέχονταν τις μέρες και οι μέρες τις νύχτες, αφυδατωμένος από τον καυτό ήλιο και ψάχνοντας για τα αποφάγια που πετούσαν διερχόμενα αυτοκίνητα. Για να ανακουφίσει τον στεγνό λαιμό του, έγλυφε την πρωινή υγρασία από όπου μπορούσε, περιμένοντας τον κύριό του να επιστρέψει. Ήταν σίγουρος ότι θα επέστρεφε για να τον πάρει, ότι είχε γίνει κάποιο λάθος. Αργά ή γρήγορα θα επέστρεφε. Ήταν βέβαιος για αυτό, αφού ανήκε στον κύριό του.

 

Ένα απόγευμα, η πείνα του τον οδήγησε πιο μακριά καθώς αναζητούσε τροφή, όταν αντιλήφθηκε μια διαφορετική μυρωδιά στον αέρα. Σε ένα χωράφι είδε άνδρες που μάζευαν μικρά ώριμα φρούτα από το έδαφος και επέστρεψε στο σημείο εκείνη τη νύχτα, αφού είχαν φύγει, ψάχνοντας για τα σκόρπια αποφάγια του γεύματός τους, που είχαν καυτερή και πικάντικη γεύση και έκαψαν τον πρησμένο λαιμό του. Γύρισε πάλι την επόμενη μέρα και, από απόσταση, παρακολούθησε τους άνδρες με το σκούρο δέρμα να φωνάζουν θυμωμένα σε άλλους άνδρες που επέβαιναν σε φορτηγά και τους φώναζαν κι εκείνοι. Διαισθάνθηκε τον κίνδυνο προτού ακούσει τα όπλα να βρυχώνται και είδε το χώμα να παίρνει το ίδιο χρώμα με τις φράουλες που κρατούσαν στα χέρια τους. Δεν θα μάθαινε ποτέ ότι τα γεγονότα που είχε δει θα έκαναν το γύρο του κόσμου σε δελτία ειδήσεων, μέχρι να φτάσουν στο Μπανγκλαντές, όπου θα έκαναν πολλές καρδιές να βυθιστούν στη θλίψη. Επέστρεψε, μουλωχτά και κουρασμένα, στο σημείο όπου περίμενε τόσο καιρό, χωρίς κανένα ίχνος ελπίδας πια, νιώθοντας εγκαταλελειμμένος και μόνος.

 

Η αλήθεια είναι ότι είχε δει εγκαίρως το φορτηγό που τον χτύπησε. Είχε μια κάποια αντίληψη για την κυκλοφορία και περίμενε στην άκρη του δρόμου μέχρι να περάσει το φορτηγό. Δεν περίμενε ότι ο οδηγός θα άλλαζε κατεύθυνση ορμώντας καταπάνω του. Ελάχιστες στιγμές μετά, η ραχοκοκαλιά του είχε σπάσει, τα κόκαλά του είχαν θρυμματιστεί και το σώμα του κειτόταν αιμόφυρτο στη μέση του δρόμου. Τουλάχιστον ήξερε ότι πέθαινε και έβρισκε κάποια ανακούφιση σε αυτό.

 

***

 

Ο αρχάγγελος Ραφαήλ, που είναι προστάτης της Άνοιξης και ξαναδίνει ζωή σε κάθε κομμάτι της πλάσης, μάζεψε την ψυχή του σκύλου και με δάκρυα στα μάτια την απέθεσε στα πόδια του Θεού.

«Γιατί το κάνουν αυτό;», ρώτησε τον Πλάστη όλων των όντων που αισθάνονται, «Η καρδιά του ήταν γεμάτη αγάπη».

Ο Θεός έμεινε για λίγο σκεπτικός και έπειτα απάντησε:

«Η ζωή που δίνεις σε ένα ζώο είναι η μόνη ζωή που θα γνωρίσει, αλλά η αγάπη που μπορεί να σου προσφέρει ένα ζώο είναι ένα από τα μεγαλύτερα δώρα των ουρανών.»

Ο Ραφαήλ έσκυψε το κεφάλι και πήγε να συνεχίσει τις δουλειές του.

 

***

 

 

του Granville Stergios Lee Warner

 

Πηγη: lifo.gr